- χόρ
- ὁ, Αμέτρο χωρητικότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εβρ. λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευχορήγητος — εὐχορήγητος, ον (Μ) αυτός που χορηγείται εύκολα, ή άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χορ ηγητος (< χορ ηγώ), πρβλ. αυτο χορ ήγητος, δυσ χορ ήγητος] … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
диапазон — совокупность звуков (голоса, музыкального инструмента); объем, охват , стар. диапасон октава , в эпоху Петра I; см. Смирнов 109. Заимств. через франц. diapason из лат. diapasōn от греч. διὰ πασῶν (χορ?ῶν) через все (струны) ; см. Горяев, ЭС 446 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
CONCLAMANDI defunctos ritus — occurrit apud Statium, l. 2. Sylv. 6. cui titul. Epicedion Pileti Ursi. v. 5. miserum est primaeva Parenti Pignora, surgentesque nefas accendere natos: Durum et deserti, praereptâ coniuge, partem Conclamare tori Et l. 9. Theb. v. 355. At genitrix … Hofmann J. Lexicon universale
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
εφτάχορδος — η, ο επτάχορδος, με επτά χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + χορδος (< χορ δή), πρβλ. έγ χορδος, μονό χορδος] … Dictionary of Greek
ημιονηγός — ο (Α ἡμιονηγός) νεοελλ. στρ. στρατιώτης που οδηγεί φορτωμένο ημίονο, ενώ ο ίδιος πεζοπορεί, κν. μουλαράς, μουλαριάρης αρχ. αυτός που οδηγεί ημίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + ηγός (< αγός < άγω) με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
θεσμωδός — θεσμῳδός, ὁ (Α) αυτός που χορηγεί θεσμούς, αυτός που καθιερώνει νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ ῳδός, χορ ῳδός] … Dictionary of Greek